- ἐπικρουστίκιον
- ἐπι-κρουστίκιον, τό, a surgical instrument, = sq., Aët.6.8 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικρουστίκιον — ἐπικρουστίκιον, τὸ (Α) [επικρουστικός] χειρουργικό εργαλείο … Dictionary of Greek